- προσιτός
- -ή, -ό / προσιτός, -ή, -όν, ΝΑ(για τόπο) αυτός που μπορεί κανείς να τόν προσεγγίσει, να τόν πλησιάσει (α. «προσιτή κορυφή» β. «προσιτή ακτή» γ. «οὔτε προσιτὸ εἶναι τὸν τόπον οὔθ' ὁρατόν», Στράβ.)νεοελλ.μτφ. α) αυτός που αποχτιέται εύκολα, φθηνός («προσιτά βιβλία»)β) (για τιμή) χαμηλός («ρούχα και κοσμήματα σε τιμές προσιτές»)αρχ.(για χαρακτήρα) ήρεμος, πράος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσειμι, πρβλ. εἶμι: ἰτός*].
Dictionary of Greek. 2013.